φιληδής

φιληδής
-ές, Α
φιλήδονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -ηδής (< ἧδος [τὸ] «ευχαρίστηση»), πρβλ. πολυ-ηδής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιληδέσι — φιληδής fond of pleasure masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιληδέσιν — φιληδής fond of pleasure masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιληδεῖ — φιληδέω find pleasure in pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) φιληδέω find pleasure in pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) φιληδής fond of pleasure masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) φιληδής fond of pleasure masc/fem/neut …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιληδεῖς — φιληδέω find pleasure in pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) φιληδής fond of pleasure masc/fem acc pl φιληδής fond of pleasure masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήδος — ἦδος, εος, δωρ. τ. ἆδος, τό (Α) 1. ηδονή, ευφροσύνη, ευχαρίστηση, απόλαυση («ἀλλά τί μοι τῶν ἦδος;» και ποιά ευχαρίστηση έχω από αυτά; Ομ. Ιλ.) 2. ξίδι, όξος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ήδος με τη σημ. «ηδονή, απόλαυση» < ήδομαι, με ομηρική ψίλωση (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

  • φιληδία — ἡ, Α [φιληδής] φιληδονία …   Dictionary of Greek

  • φιληδώ — έω, Α [φιληδής] 1. (με δοτ.) αναζητώ την ηδονή σε κάτι, τέρπομαι με κάτι («οὐ γὰρ φιληδῶ μάχαις», Αριστοφ.) 2. φρ. «φιληδῶ τινι [ή πρὸς τινι]» μού αρέσει πολύ να μένω σε έναν τόπο («πρὸς τοῑς μυροπωλείοις φιληδεῑ», Αλκίφρ.) …   Dictionary of Greek

  • φιληδῶν — φιληδέω find pleasure in pres part act masc nom sg (attic epic doric) φιληδής fond of pleasure masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”